κάρου

κάρου
κάρον
neut gen sg
κάρος
heavy sleep
masc gen sg
καρόω
plunge into deep sleep
pres imperat act 2nd sg
καρόω
plunge into deep sleep
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • CARA — nomen herbae seu radicis, apud Caesarem de Bello Civ. l. 3. e qua panes conficiebant eius milites, carotte hodie per diminutionem Gallis. Non dissimilem fuisse, imo congenerem pastinacis et daucis, constat ex Paulo Aegineta et Dioscoride; quorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MENIS — apud Strabonem, qui tribus locis eius templorum meminit, Casaubono idem cum Luna Numen est, Sed quia numquam Μηνὸς ἱερὸν sine adiecto ponit, verum semper aut Μηνὸς φαρνάκου, Μηνὸς Κάρου, aut Μηνὸς ἀρχαίου, non potest sub his cognominibus Lunam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Στόρμπεργκ — Ν φρ. «σειρά Στόρμπεργκ» γεωλ. υποδιαίρεση πετρωμάτων τού ανώτερου τριαδικού που ανήκουν στο σύστημα καρού τής Αφρικής, τής οποίας τα πετρώματα χωρίζονται σε τέσσερεις κύριες υποδιαιρέσεις …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • επίσωτρο — το (Α ἐπίσωτρον) το ελαστικό τού τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη τού τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο* (ζάντα) αρχ. η μεταλλική στεφάνη τού τροχού γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • καραγωγέας — και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το …   Dictionary of Greek

  • καρνάριος — καρνάριος, ὁ (Α) [κάρνον] οδηγός δίτροχου κάρου, καραγωγέας …   Dictionary of Greek

  • ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”